Ναυαγοί στη θάλασσα μου

της Πολίτου Μαρούλας

Είχα πει: Δε θα ξαναγράψω… Και σταμάτησα να γράφω. Πιο πριν, ήθελα να γίνω κάτι σαν την Κάρυ Μπράτσο. Στην Θεσσαλονίκη(2ο με 3ο έτος) έγραφα, σε φοιτητικό περιοδικό. Μετά από απόπειρες κάποιων άρθρων, αποφασίσαμε να γράφω τη στήλη «Γυναικεία απόγνωση». Ήταν το δικό μου «Sex and the City». Μετά από τρία τεύχη, η στήλη σταμάτησε. Πολύ κοινότοπη. Όποιο free press magazine και να ανοίξεις υπάρχει η αντίστοιχη στήλη των σέξι ιστοριών, ακόμη και στις pay editions. Έγραψα λίγα άρθρα ακόμη. Αλλά πολλές φιλόδοξες Κάρυ παντού. Η αλήθεια είναι πως θαυμάζω τους μεγάλους journalists που όταν γράφουν, απλά έχουν κάτι καινούριο να πουν. Αντιθέτως, με χαλάνε όσοι ξεπετάνε κάποιες χιλιοειπωμένες catchy ιστορίες.  Και ποια είμαι εγώ, για να γράφω; Να καταντήσω σαν τους τελευταίους;

Πέρασαν αρκετοί μήνες και δεν αντιστάθηκα. Θα μιλήσω για τρεις ανθρώπους  της πόλης, άγνωστους ή για κάποιους απειλητικά γνωστούς. Απειλητικά, γιατί οι κάποιοι προσποιούνται πως οι συγκεκριμένοι δεν είναι μέρος της ζωής τους ή θα προτιμούσαν να μην είναι. Ίσως και εγώ το ίδιο να έκανα.  Σίγουρα θα ντρεπόμουν. Ίσως και εσύ κάποια στιγμή να τους έχεις προσέξει. Μπορεί και να τους ξέρεις! Για μένα αυτοί οι άνθρωποι είναι πρωταγωνιστές στο θεατράλε των σκιών τους. Γύρω τους μόνο σκιές. Αυτές είναι γι’ αυτούς. Και θα είναι πάντα εκεί, γι’ αυτούς. Θα τους δώσω ψεύτικα ονόματα, όπως κάναμε με τα παιχνίδια της παιδικής ηλικίας.

Χρονολογικά μικρότερος, ο Γιώργος. Τον  βλέπεις σαν ξεπεσμένο μόρτη.  Τον συνάντησα μέσα στο τρένο. Προεκλογική περίοδος και κατέβαινε στην Θεσσαλονίκη να παραλάβει από πολιτικό πρόσωπο το αντίτιμο της ψήφου του. Προσπαθούσε να βοηθήσει φιλότιμα όποια κυρία έβλεπε για λίγα ψωρο-ευρώ. Ήξερε πως η εικόνα του τον βοηθούσε. Ένας τριαντάρης με όψη σαραντάρη. Ρούχα της εποχής των «Νεωτερισμών», που μύριζαν ενοχλητικά αλκοόλ. Δεν είχε δουλεία και ούτε ήθελα να βρει. Αν σου ανοιγόταν, θα σου μιλούσε για τα μπουρδέλα. Τώρα πήγαινε να βρει  σε άλλο λιμάνι ομότιμούς του, κάπου στα σοκάκια του Βαρδάρη.

Ο καπετάν Νικόλας κυκλοφορεί σταθερά κοντά στο λιμάνι. Έχει περάσει τα εξήντα.  Θα τον δεις να φωνάζει δυνατά, να παραμιλάει και να βρίζει. Είναι πάντα στραμμένος προς το μπαρκαρισμένο πλοίο του λιμανιού. Λένε πως οι γνήσιοι ναυτικοί δεν ζουν στη στεριά, απλά υπάρχουν. Αγανακτισμένος μιλάει στο κενό, περπατώντας συνεχώς. Αεικίνητο το σαράκι του, σου δίνει μια αίσθηση αποστροφής.

Τέλος ο κυρ-Γιάννης. Τρώγαμε σε γνωστό εστιατόριο της πόλης. Απολάμβανα το δροσερό cheesecake με μπισκότο σοκολάτας. Ήμασταν η τελευταία παρέα του μαγαζιού. Μέσα στους ρυθμούς της jazz ξεχώριζαν κραυγές απόγνωσης. Θα μπορούσες να πεις πως ήταν μια φουτουριστική εκδοχή του είδους. Οι φωνές, όμως, όλο και δυνάμωναν που άρχιζες να αντιλαμβάνεσαι λέξεις ελληνικές. «Σταύροοοοο»… Βγήκαμε έξω. Όχι τόσο από ανησυχία, όσο από περιέργεια. Ήταν ο κυρ-Γιάννης με τις πυτζάμες του. Κοιτούσε ψηλά προς τα μπαλκόνια μιας πολυκατοικίας. Φώναζε τον Σταύρο. Νόμιζες ότι απευθυνόταν σε κάποιο που ετοιμαζόταν να πέσει. Ο καπετάνιος, ναυτικός και αυτός, ήταν σε πλήρη σύγχυση. Μας έλεγε για «το παιδί» που χάθηκε. Κατέβαινε από το βουνό και ο ανεψιός του, που τον ακολουθούσε, χάθηκε! Τον έψαχνε μέσα στο δάσος. Προσπαθούσαμε να τον καθησυχάσουμε λέγοντας τα προφανή. Οι αποκρίσεις του συνέχιζαν ανησυχητικές. Εξακολουθούσε να πιστεύει στο όνειρό του. Θα μου μείνει αξέχαστη η γερασμένη αδύνατη μορφή του, αλλά πιο πολύ η τραγικά απελπισμένη φωνή του. Εκείνο το βράδυ το είχε σκάσει από το παράθυρο του ημιυπόγειου σπιτιού του.

Σήμερα πήγα να πάρω το τρένο για Θεσσαλονίκη. Στεκόμουν στραμμένη προς τη θάλασσα. Λατρεύω τη θάλασσα, ειδικά τις πρώτες ώρες της μέρας. Έτσι θέλω να βλέπω και τη ζωή μου. Μέσα σ΄ αυτό το τοπίο πρόσεξα τον καπετάν-Νικόλα. Ένοιωσα να μου χαλάει την ειδυλλιακή εικόνα. Έκανα πως δεν υπήρχε. Συνέχιζα να θαυμάζω την εικόνα. Και όμως ήταν ακόμα εκεί, να λέει τα δικά του. Θυμήθηκα και τους άλλους δύο. Βγήκαν στην επιφάνεια σε μια φάση γαλήνης. Ναυαγοί των ονείρων τους, ξεπετάχτηκαν μπροστά μου. Θυμάμαι πως όταν τους είδα τότε, κλονίστηκα. Μου είχε μείνει ένα αίσθημα δυσαρέσκειας γι’ αυτές τις εμπειρίες. Αν η ζωή μου ήταν θάλασσα, τότε αυτοί δεν επέζησαν από το ναυάγιο. Τους ξέβρασε η σκέψη μου σε άλλο απάνεμο λιμάνι. Κάνουμε πως δεν τους βλέπουμε.  Αυτή είναι η διαπίστωση. Δεν υπάρχει μήνυμα. Ούτε καμιά φιλοσοφικού η κοινωνικού περιεχομένου πρόταση. Για μένα απλά ήταν μια θύμηση που αναδύθηκε σαν θησαυρός στον δρόμο της αυτογνωσίας. Το ίδιο ελπίζω και για σας… Αν και όποιος ζει μόνο με την ελπίδα, πεθαίνει από απελπισία, λένε οι Ιταλοί.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: