του Γεώργιου Δ. Καλαντζή
Mε ένα γυάλινο σπαθί στέκεσαι εμπρός στον καθρέφτη
που αντανακλά ένα – ένα τα διακλαδωτά μονοπάτια του νότου
Νοητά απαριθμείς τα σονέτα
των μεγάλων ποιητών της γηραιάς Αλβιόνας
που χωρίς τελειωμό επαναλαμβάνονται μέσα στο χρόνο
Ακούραστα τ’ απαγγέλλεις
με το βλέμμα σου στραμμένο
στα δάση της Βεγγάλης
όπου μια τίγρη κυνηγά ένα κοπάδι ζέβρες
που φέρνει στο νου εκείνη τη μάχη
που έγινε για έξι και ένα πόδια εγγλέζικης γης
ή το σκοτωμό στης σκονισμένης πάμπας τη ρόδινη γωνία
J. L. Borges, Οδός Ηφαίστου,
Γεώργιος Δ. Καλαντζής,
Εκδόσεις «Πάραλος», 2005
Το πρώτο βιβλίο του Jorge Luis Borges που διάβασα ήταν το Μυθοπλασίες μεταφρασμένο από τον Αχιλλέα Κυριακίδη, εκδόσεις Ύψιλον. Ομολογώ ότι εκείνη την ημέρα του Σεπτέμβρη του 1999 δεν πήγα στο βιβλιοπωλείο, για να αγοράσω το συγκεκριμένο βιβλίο, όπως και κανένα άλλο βιβλίο του J. L. Borges, απλά διότι δεν ήξερα τον Αργεντινό συγγραφέα. Για να είμαι ειλικρινής πήγα να αγοράσω ένα βιβλίο ενός Ισπανού συγγραφέα τον οποίο δεν θυμάμαι και ούτε θυμόμουν εκείνη την ημέρα που πήγα στο βιβλιοπωλείο. Μια γνωστή στο πανεπιστήμιο του Birmingham στην Αγγλία, όπου φοιτούσα εκείνη την εποχή, μου είχε συστήσει να διαβάσω κάποιο βιβλίο εκείνου του Ισπανού συγγραφέα. Και αφού δεν θυμόμουν τον Ισπανό συγγραφέα η ιδιοκτήτρια του βιβλιοπωλείου μου πρότεινε τις Μυθοπλασίες που από τότε έγινε ένα από τα αγαπημένα μου βιβλία.
Με την πρώτη ανάγνωση των διηγημάτων του δεν ενθουσιάστηκα τόσο πολύ (θα έλεγα ότι αρχικά παραξενεύτηκα) όσο ενθουσιάστηκα με τη δεύτερη και περισσότερο δε με την τρίτη. Στην επόμενη ανάγνωση βιβλίου του J. L. Borges (αυτό ήταν το Ιστορία της αιωνιότητας) άρχισα να διακρίνω τον ξεχωριστό λόγο του, ο οποίος κυριολεκτικά με μάγεψε. Ο J. L. Borges με τη λογοτεχνία του δημιούργησε ένα νέο κόσμο. Ένα κόσμο φανταστικό αλλά ταυτόχρονα τόσο πραγματικό και ιδανικό μέσα στις σκέψεις μας. Ο ίδιος είχε γράψει σχετικά: «Τι σημαίνει για μένα να είμαι συγγραφέας; Σημαίνει απλώς το να είμαι πιστός στη φαντασία μου. Όταν γράφω κάτι, το σκέφτομαι όχι ως πραγματικά αληθινό (το απλό γεγονός είναι ένα πλέγμα από περιστάσεις και τυχαία συμβάντα), αλλά ως αληθινό ως προς κάτι βαθύτερο. Όταν καταστρώνω μια πλοκή, τη γράφω γιατί κατά κάποιον τρόπο πιστεύω σ’ αυτήν – όχι όπως πιστεύει κάποιος στην ιστορία αλλά όπως πιστεύει σε ένα όνειρο ή σε μιαν ιδέα.» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες Η τέχνη του στίχου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006 – Μετάφραση Μαρία Τόμπρου).
Αυτό θεωρώ ότι ξεχωρίζει τη λογοτεχνία του J. L. Borges από τη λογοτεχνία για παράδειγμα του (μεταγενέστερου) Umberto Eco. Πριν γνωρίσω την λογοτεχνία του J. L. Borges, είχα διαβάσει τα τρία πρώτα βιβλία του Eco (Το όνομα του Ρόδου, Το εκκρεμές του Φουκώ, Το νησί της προηγούμενης ημέρας ). Το ύφος του Eco (όπως και αυτό του Paulo Coelho) μπορώ να πω ότι έχει κάποιες ομοιότητες με αυτό του J. L. Borges. O Eco έχει επηρεαστεί από τον J. L. Borges, αλλά η ακαδημαϊκή και μακροσκελής γραφή του περιορίζει και κουράζει τη σκέψη. Και όταν η σκέψη κουράζεται τότε η φαντασία περιορίζεται. Και όταν η φαντασία περιορίζεται η λογοτεχνία φτωχαίνει. Ο J. L. Borges είχε γράψει σχετικά στον πρόλογο της συλλογής Ο κήπος με τα διακλαδωτά μονοπάτια (El jardνn de senderos que se bifurcan, 1941): «Τι κοπιώδες και εκφυλιστική που ‘ναι αυτή η μανία να συνθέτουν τεράστια βιβλία, να αναπτύσσουν σε πεντακόσιες σελίδες μια ιδέα, η τέλεια προφορική έκθεση της οποίας δε θα ‘παιρνε παραπάνω από λίγα λεπτά! Προτιμητέο είναι να φαντάζεσαι ότι αυτά τα βιβλία υπάρχουν ήδη και να προσφέρεις μια περίληψη τους, ένα σχόλιο.» (Μυθοπλασίες, Ύψιλον / Βιβλία, 1990 – Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης).
Από τις συλλογές διηγημάτων του ξεχωρίζουν οι Μυθοπλασίες (Ficciones, 1944) και Το Άλεφ (El Aleph, 1949). Και τα δυο βιβλία περιέχουν ανεπανάληπτα διηγήματα όπως το Tlφn, Uqbar, Orbis Tertius, Τα κυκλικά ερείπια, Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ, Φούνες ο μνήμων, Ο νότος, Ο Αθάνατος, Το Άλεφ. Ανεπανάληπτα όχι με την έννοια ότι αυτά δεν θα μπορούσαν να γραφούν, κατά κάποιο τρόπο, από ένα άλλο συγγραφέα στο πέρασμα του χρόνου∙ για την ακρίβεια μέσα στην κυκλική τροχιά του χρόνου όπως θα έλεγε ο J. L. Borges, αλλά με την έννοια ότι δεν θα μπορούσαν να αποδοθούν όπως αποδόθηκαν από το συγγραφέα, δηλαδή με όλες τις λεπτομέρειες, λιγοστές αλλά τόσο πυκνές όσο τα χρώματα ενός πίνακα του Van Gogh, που καθιέρωσαν μια νέα γραφή στη σύγχρονη λογοτεχνία. Αυτή η γραφή είναι που κάνει μοναδική τη χώρα της Uqbar και ξεχωριστό τον κόσμο του Tlφn.
Δεν είναι δυνατόν σ’ αυτήν τη μικρή αναφορά στον J. L. Borges να εξαντλήσω τις αναφορές μου στα διηγήματά του, που συνέχιζε να γράφει μέχρι και λίγο πριν το θάνατο του το 1986 , αλλά αξίζει να σημειώσω τις αναφορές του στον Όμηρο, Ηράκλειτο, Πλάτωνα, Schopenhauer, Chesterton, Shakespeare, Blake, κ.α. Τα διηγήματά του δεν αναφέρονται μόνο στη σκέψη και στη φιλοσοφία αυτών των μεγάλων συγγραφέων και φιλοσόφων αλλά δημιουργούν μια καινούργια βάση για σκέψη. Ένα πολύ απλό παράδειγμα είναι Η βιβλιοθήκη της Βαβέλ, διήγημα το οποίο όχι μόνο έχει επηρεάσει συγγραφείς, σκηνοθέτες, κ.α., αλλά έχει και προεκτάσεις, όπως για παράδειγμα το Διαδίκτυο (Internet) το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί μια αντανάκλασή της.
Διηγήματα του βρίσκονται επίσης σε κάποιες απ’ τις συλλογές δοκιμίων του, όπως το πολύ γνωστό Η πορεία προς το Αλ-Μουτάσιμ, που περιλαμβάνεται στην Ιστορία της αιωνιότητας (Historia de la eternidad, 1936), η οποία πραγματεύεται το χρόνο και την αιωνιότητα, θέματα που τον απασχόλησαν σε όλη του τη ζωή και βρίσκονται διάχυτα στο έργο του. Άλλα γνωστά του δοκίμια είναι οι Διερευνήσεις (Otras inquisiciones, 1952), στις οποίες ο J. L. Borges γράφει για δημιουργούς όπως ο Oskar Wilde, Chesterton, Keats, Kafka και έργα όπως ο Δον Κιχώτης.
Πάνω από όλα όμως ο J. L. Borges ήταν ποιητής. Ποιητής με την έννοια του δημιουργού. Επηρεάστηκε κυρίως από την Αγγλοσαξονική ποίηση. Θαύμαζε και επηρεάστηκε από ποιητές όπως ο Shakespeare, Whitman, Keats, Yeats, Emerson, Browning, κ.α. αλλά και από τον Όμηρο και από την αρχαία Ισλανδική ποίηση (Saga, Edda, Kenningar). Η ποίηση του εμπεριέχει πολλά προσωπικά βιώματα. Για παράδειγμα, Το εγκώμιο της σκιάς (Elogio de la sompra, 1969) μας ξεναγεί στο λιγοστό από φως κόσμο του (ο J. L. Borges υπήρξε τυφλός στο μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του). Στο Το χρυσάφι των τίγρεων (El oro de los tigres, 1972) και στο Ο Δημιουργός (El hacedor, 1960) ο J. L. Borges μας ξεναγεί στο «σκοτεινό» κόσμο της γνώσης (Ποίημα των δώρων, On his blindness) και τους καθρέφτες, οι οποίοι μας πολλαπλασιάζουν στο διηνεκές.
Θα ήθελα να κλείσω αυτή την περιληπτική αναφορά στο έργο του J. L. Borges με ένα απόσπασμα για την ποίηση από τις έξι διαλέξεις του στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ το φθινόπωρο του 1967 (This craft of verse, President and Fellows of Harvard College, 2000). Η αναφορά μου θα μπορούσε φυσικά να είναι εκτενέστερη, π.χ. της τάξης των πεντακοσίων σελίδων, και να αναφέρετε στο σύνολο του έργου του J. L. Borges, το οποίο είναι πάρα πολύ μεγάλο, αλλά τότε θα συμπεριφερόμουν και εγώ σαν ένας καθρέφτης μπροστά σε ένα λαβύρινθο που επαναλαμβάνεται στο χρόνο.
«Για παράδειγμα, εάν πρέπει να ορίσω την ποίηση και νιώθω κάπως αμήχανα γι’ αυτό, εάν δεν είμαι πολύ σίγουρος γι’ αυτό, λέω κάτι όπως: «Ποίηση είναι η έκφραση του ωραίου διαμέσου λέξεων περίτεχνα υφασμένων μεταξύ τους». Αυτός ο ορισμός μπορεί να είναι αρκετά καλός για ένα λεξικό ή ένα εγχειρίδιο, αλλά όλοι νιώθουμε πως είναι κάπως αδύνατος. Υπάρχει κάτι πολύ σημαντικότερο – κάτι που θα μπορούσε να μας ενθαρρύνει να συνεχίσουμε όχι μόνο προσπαθώντας να γράψουμε ποίηση, αλλά και να την ευχαριστιόμαστε, και να νιώθουμε ότι ξέρουμε τα πάντα γι’ αυτήν.
Αυτό είναι ότι ξέρουμε τι είναι ποίηση. Το ξέρουμε τόσο καλά που δεν μπορούμε να το ορίσουμε με άλλες λέξεις, όπως δεν μπορούμε να ορίσουμε τη γεύση του καφέ, το κόκκινο ή το κίτρινο χρώμα, ή την έννοια του θυμού, της αγάπης, του μίσους, της ανατολής, του ηλιοβασιλέματος, ή της αγάπης μας για την πατρίδα μας. Αυτά τα πράγματα είναι τόσο βαθιά μέσα μας, που μπορούν να εκφραστούν μόνο με εκείνα τα κοινά σύμβολα που μοιραζόμαστε. Έτσι, γιατί να χρειαστούμε άλλες λέξεις;» (Χόρχε Λουίς Μπόρχες Η τέχνη του στίχου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006 – Μετάφραση Μαρία Τόμπρου).
Σχολιάστε