ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΟ ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΦ 222 (ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ)

λυσιτελής -ής -ές [lisitelís] Ε10 : (λόγ.) που είναι χρήσιμος, ωφέλιμος, επικερδής. λυσιτελώς ΕΠIΡΡ. [λόγ. < αρχ. λυσιτελής· λόγ. < ελνστ. λυσιτελς]

[Λεξικό Κριαρά]

μετά, πρόθ.· ματά· με· μεδέ· μετέ· ?μι· μιτά. Ά Πρόθ. (με γεν. ή αιτιατ. και συχνά με τις προθ. αντάμα, μαζί + αιτιατ.) 1) α1) Μαζί με (για δήλ. τοπ. ή χρον. συνύπαρξης, συνάφειας, κ.τ.ό.): (Ιερακοσ. 3844)· να είναι όλοι αντάμα του, να στέκουν μετά κείνον (Αχιλλ. L 185)· ιστάθην με τας άλλας (Βέλθ. 595)· έν το δίκαιον μετ’ εμάς (Θησ. (Foll.) I 352) (για δήλ. κοινής ενέργειας ή πάθους): (Βέλθ. 1177)· πορνικοί με τους γνησίους υιούς ουδέν κληρονομούσιν (Ελλην. νόμ. 54215)· να αποθάνεις μετ’ εμάς και ημείς μαζί μετά σε (Παρασπ., Βάρν. C 304β) και (για δήλ. κοινής πράξης, μφάνισης, εκδήλωσης, κ.τ.ό., κυρίως ως σύνδεσμος δύο υποκ. ή αντικ.): (Προδρ. ΙV 20)· ενέμεινε ο μισέρ Τζεφρές μετά τον Καμπανέσην (Χρον. Μορ. P 1576)· με την χαράν η πρίκα μιαν ώραν εσπαρθήκασι (Ερωφ. Γ́ 1· Πανώρ. Έ 249), (Διγ. Esc. 579γ) συνοδεία (προσώπων): έρχετον μετά Ρωμαίους και Τούρκους (Χρον. Μορ. P 3709δ) φρ. ο λογισμός ή ο νους μου είναι μετά μένα = έχω τα λογικά μου: (Πανώρ. Έ 80), (Ερωφ. Έ 268). 2) Βοήθεια, συμπαράσταση, συνδρομή: με του Θεού έχομεν την Αμόχουστον (Μαχ. 43415)· ο Θεός σας οπού πηγαίνει μετ’ εσάς (Πεντ. Δευτ. ΧΧ 4). 3) Εξουσιασμός, υποταγή: (Ερωτόκρ. Ά 1202)· αυτός να δουλωθεί μετ’ αύτον τον αυθέντη (Βυζ. Ιλιάδ. 596). 4) (Προκ. για ένδυμα) φορώντας:γυμνός με το βρακίν του (Βέλθ. 1110). 5) α) (Με τα ρ. ευρίσκομαι, είμαι) κατάσταση: Σα δυό λιοντάρια, όντε βρεθού με πείναν εις τα δάση (Ερωτόκρ. Β́ 1057· Βακτ. αρχιερ. 139β) (με κατηγορηματική μτχ.): Όταν ίδῃς τον ιέρακα μετά των πτερύγων αυτού συνεσφιγμένων καθήμενον (Ορνεοσ. αγρ. 55129 (έκδ. ‑ον)). 6) Χαρακτηριστικό γνώρισμα, ιδιότητα (προσώπου ή πράγματος): σέβηκε μετά ξανθής του κόμης (Κορων., Μπούας 64)· οσπίτι μετά κεραμίδια (Ιστ. πατρ. 13713)· λεμονιά με τ’ άνθη (Ch. pop. 815). 7) α) Συνοδεία (για δήλ. των συνθηκών ή των περιστατικών που συνοδεύουν μια ενέργεια ή μια κατάσταση): (Προδρ. ΙΙΙ 80)· έλεγεν μετά μεγάλα δάκρυα (Αχιλλ. L 1250)· με την ευχήν σου σήμερον άνδρα να τον επάρω (Ιμπ. 454β) (σε περίφραση αντί για επίρρ.): με θυμού (Πουλολ. 111)· στο σπίτι του πατέρα του με την χαρά γυρίζει (Διγ. Ο 1542γ) εκφρ. (1) μ(ε) (την) ανάπαυσίνανάπαψή) (μου) ή μετά αναπαύσεως, βλ. ανάπαυσις ‑ση 4 έκφρ.· (2) μετά βίας ή βιας = δύσκολα: (Ορνεοσ. αγρ. 52020)· ·  (με άρν.): (Σκλέντζα, Ποιήμ. 1146), (Μπερτόλδος 46)·(3) μετά ‘γειάς = ευχή σε κάπ. που απόχτησε καινούργιο ρούχο, «με γεια»: (Φορτουν. Δ́ 479)· (4) μετά σπουδής = γρήγορα, βιαστικά: (Πικατ. 15), (Καλλίμ. 1096)· (5) μετά χαράς = υχαρίστως, πρόθυμα: (Ιστ. Βλαχ. 298), (Πανώρ. Γ́ 17)··  δ) φρ. ας είν’ με την υγειά σου = εσύ να ‘σαι καλά! (δηλ. δεν εύχομαι κακό εναντίον σου): (Πανώρ. Γ́ 636). ·  8) Περιεχόμενο: χαρτί με γράμματα (Ερωτόκρ. Β́ 123· Ιστ. Βλαχ. 508).·  9) Περίληψη, περιεκτικότητα: εβάσταζε σπόρον με σακκίν (Λίβ. Esc. 1087). ·  10) Ύλη: σπίτιον … έξωθεν … μετά χαλκού (Διγ. Άνδρ. 39831)· κομπιά … με το μαργαριτάριν (Διγ. Εsc. 1465). ·  11) α) Όργανο ή μέσο: (Προδρ. IV 397)· σιγγίλιον βουλλωμένον μετά την σφραγίδαν (Ασσίζ. 10323)· με νερό τα κάρβουνα γλήγορα να τα σβήσω (Ερωτόκρ. Ά 258)· (σε μεταφ.): να σε δείρει ο Κύριος με τον πειρασμό (Πεντ. Δευτ. XXVIII 22β) (προκ. για πρόσωπο): μου μήνυσε με τον Αρμόδη (Ερωφ. Έ 277γ) (προκ. για αριθμητικές πράξεις): μοίρασέ τα με έξι (Καραβ. 49211). ·  12) Τρόπος: να τρως τον άρτον σου μετά τον ίδρωτά σου (Πικατ. 525)· με δύναμης τα άρπαζαν (ενν. τα άγια) (Χρον. Μορ. H 15· Ιμπ. 469), (Χρον. σουλτ. 6032). ·  13) Μέτρο: με την πήχη (Πεντ. Έξ. XXVI 8). ·  14) Όρος: έστερξε την αγάπη με τοιούτο, ότι να χαλάσουνε τον τοίχο του Εξαμιλίου (Χρον. σουλτ. 6114). ·  15) Συμφωνία, συμμόρφωση: να γυρέψει τον θάνατόν του με το κείμενον και με την ασσίζαν (Ασσίζ. 4663).·  16) Αιτία: Εξύπνησεν η νένα της με τη φωνήν εκείνη (Ερωτόκρ. Δ́ 79). ·  17) Ποιητικό αίτιο: Οπού χύνει αίμα του άθρωπου με τον άθρωπο το αίμα του να χυθεί (Πεντ. Γέν. IX 6). ·  18) Εχθρική ενέργεια ή διάθεση: να μάχεσαι με τους κακούς (Πικατ. 343· Χρον. Μορ. P 1286), (Κυπρ. ερωτ. 215). ·  19) α) Αντίθεση, εναντίωση (με επόμ. το επίθ. όλος): Ενίκησά σε, Σολομών πάνσοφε, με όλην σου την δόξαν (Hagia Sophia ω 5354β) εκφρ. (με επόμ. το επίθ. όλος στον εν. και πληθ. ουδ. και τις αντων. εκείνο, που, τούτο και τους τ. τους στον εν. και πληθ.) = μολονότι, παρόλο που, αν και, ωστόσο: μ’ όλον εκείνο (Πανώρ. Δ́ 43)· με όλον οπού (Πηγά, Χρυσοπ. 99 (21))· μ’ όλο απού (Πανώρ. Β́ 289)· μ’ όλον οπού (Φορτουν. Αφ. 35)· μ’ όλον που (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1648])· μ’ όλο που (Ερωτόκρ. Ά 256)· με όλον ετούτο (Λεηλ. Παροικ. Αφ. 7)·με όλον τούτο (Πηγά, Χρυσοπ. 302 (10))· με όλον τούτον (Κυπρ. ερωτ. 15320)· με τούτον όλον (Ροδινός 103)·μ’ όλο ετούτο (Πανώρ. Β́ 303)· μ’ όλον ετούτο (Πανώρ. Β́ 363)· μ’ όλον ετούτον (Ροδολ. Γ́ 19)· μ’ όλον τούτο (Ερωφ. Έ 447)·μ’ όλον τούτο οπού (Σουμμ., Ρεμπελ. 169)· μ’ όλο τούτο (Ροδολ. Ά 9)· μ’ όλα αυτά (Φαλιέρ., Ιστ. 428)· μ’ όλα αυτείνα (Φαλιέρ., Ιστ. 662)· μ’ όλα κείνα (Κατζ. Ά 361)· μ’ όλα τούτα (Μεταξά, Επιστ. 47)· μ’ ούλο ετούτο (Βαρούχ. 84626). ·  20) Αναφορά: τέλειος θεός και άνθρωπος μετά πάντα (Συναξ. γυν. 125· Βέλθ. 191). ·  21) (Χρον.) χρονική σύμπτωση (εδώ με προηγ. την πρόθ. αντάμα): Αντάμα … μ’ εσάς εχάσασιν το φως τους (Απόκοπ. 233). ·  22) (Χρον.) χρονική ακολουθία: (Ιερακοσ. 49520), (Ασσίζ. 36724)· (ιδιάζ. σύντ. με γεν.): ωνομάζετο Μουσούρ …, μετά δε του βαπτίσματος εκλήθη Ιωάννης (Διγ. Z 4169)· (με έναρθρ. απαρέμφ.):ετάχτη μετά το ορμασθήναι να δώσει του ανδρός μεγάλην προίκα (Ελλην. νόμ. 52921)· (με λ. που δηλώνει χρον. διάστημα): (Διγ. Z 2588)· ήλθεν με τον χρόνον και την ημέραν (Ασσίζ. 38921). ·  23) (Χρον.) βαθμιαία μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη (με το ουσ. καιρός): το μικρό με τον καιρόν εγίνηκε μεγάλο (Ερωτόκρ. Ά 298· Γ́ 177). ·  24) (Χρον.) εκφρ. α) μετά βραχύ, μετά μικρόν, με ολίγον = ύστερα από λίγο: (Ιερακοσ. 46420), (Καλλίμ. 2065), (Ασσίζ. 8131β) με (την) ώρα = (α) σύγκαιρα, ταυτόχρονα: (Στάθ. Β́ 3)· (β) έγκαιρα: (Διγ. Ο 318)· (γ) (επιτ.) πάνω στην ώρα: (Φορτουν. Γ́ 136γ) με τον καιρόν, βλ. καιρός Γ́3· δ) με τον καιρόν ομάδι = τώρα αμέσως: (Φαλιέρ., Ιστ. 172). ·  25) Τοπική ακολουθία, διαδοχή: μετά στράταν ικανήν έχει κρημνώδη τόπον (Καλλίμ. 170). ·  26) Με επόμ. τις αντίθ. σε σημασ. προθ. δίχα, δίχως, διχωστάς, χωρίς κατά συμφ. αντί των απλών δίχα, δίχως, κλπ.: με δίχα κάψα λάμπουν τ’ άστρα (Κυπρ. ερωτ. 1059· Βίος αγ. Νικ. (Κακλ.) 151), (Ερωφ. Έ 619). ·  27) Με ρ. που δηλώνει σχέση και επικοινωνία, φιλική ή εχθρική, για σχηματ. σε θέση αντικ. ή δοτ. προσωπ. ή μη: να απαντηθεί … με τον ξένον (Ιμπ. 108)· Η Άντρος με τα Ψαρά βλεπονται γρέγο γαρμπή, μίλια ό (Πορτολ. Α 27313)· έλαβεν μνήστρον μετ’ αυτής (Ελλην. νόμ. 5164)· να παντρευτεί μ’ όποιο … θελήσει (Ερωφ. Β́ 427)· ο ρήγας αγγρίστην μετά του (Μαχ. 1888)· (με επίθ.): σπλαχνικός … με πάσαν ένα (Ερωτόκρ. Ά 227)·(με ουσ.): συνθήκας έποικεν μετά τους κεφαλάδες (Χρον. Μορ. P 50)· ειρήνην ήθελε με τον καθένα να ‘χει (Ιστ. Βλαχ. 98). ·  Β́ (Επίρρ.) έπειτα: άναψαν τα κερία … και μετά τα άναψεν και ο λαός (Προσκυν. ά 11633). [αρχ. πρόθ. μετά. Οι τ. ματά (συν. ως ά συνθ.), μετέ, μι και μιτά και σήμ. ιδιωμ. Βλ. και μεθότι, μεθότου, μεμιά, μεταταύτα. Η λ. και ο τ. με (Du Cange) και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

μετέχω [metéxo] Ρ πρτ. μετείχα, (λόγ.) αόρ. γ’ πρόσ. μετέσχε, μετέσχον, απαρέμφ. μετάσχει : παίρνω μέρος σε κτ· συμμετέχω: Στο συνέδριο μετέχουν επίσης και τοπικοί φορείς. [λόγ. < αρχ. μετέχω]

[Λεξικό Κριαρά]

μετέχω· εμετέχω· μέσ. αόρ. μετέχτηκα.

  • I. Ενεργ.
  • Ά Μτβ.
  • 1)
  • α) Παίρνω μέρος, συμμετέχω σε …:
  • χαρές σου τάσσω να μετέχεις (Φορτουν. Δ́ 586
  • β) έχω μέρος από κ.:
  • όλοι τως ελιμάξασι, … στάριν, αλεύριν ή καρπόν ουδεποσώς μετέχουν (Χούμνου, Κοσμογ. 1786
  • γ) δέχομαι (μέρος από) κ.:
  • (Διγ. Gr. 769
  • συμπάθιον απ’ αύτους να μετέχεις (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1613]).
  • 2) Κατέχω:
  • Είτι εκράτει πασαείς, πάλι ας το μετέχει (Αλεξ. 1425).
  • 3) (Προκ. για άνοδο σε επισκοπικό θρόνο):
  • (Διάτ. Κυπρ. 50730).
  • 4) Έχω δικαίωμα συμμετοχής σε κ., έχω δικαιοδοσία σε κ.:
  • Τον τόπον του αυθέντη μου τίποτες δεν μετέχεις (Κορων., Μπούας 54).
  • 5) (Γενικ.) έχω:
  • αίσθησην ανθρωπινήν δεν ήθελε μετέχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ́ [585]).
  • 6) Ενέχω:
  • Η μετοχή … μετέχει τα ιδιώματα του ονόματος και του ρήματος (Σοφιαν., Γραμμ. 76).
  • 7) Έχω σχέση με κάπ.:
  • ο Μυρτίνος έχει πατέρας δυο … όμοια να τους μετέχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1237]).
  • Β́ Αμτβ.
  • 1)
  • α) Είμαι μέτοχος, παίρνω μέρος, συμμετέχω σε …:
  • τους μετέχοντας εν λόγοις (Έκθ. χρον. 610
  • τι να κάμω τα καλά, σε τόσα να μετέχω; (Χούμνου, Κοσμογ. 925
  • όσα προς ζωήν μετέχουν (Ερμον. Χ 147
  • β) συμμερίζομαι:
  • μέτεχε εις τά πάσχουσιν (ενν. οι φίλοι) (Κομν., Διδασκ. Δ 382).
  • 2) Κατέχω:
  • από τον τόπον π’ όρισα αυτείνος να μετέχει (Αλεξ. 2835).
  • 3) Ανήκω, δίδομαι ως μερίδιο σε κάπ.:
  • ω σπλάγχνος της θεότητος, οπού σ’ εμάς μετέχει (Σουμμ., Παστ. φίδ. Έ [1185]).
  • 4)
  • α) Έχω σχέση, είμαι συνεργός:
  • σ’ αυτόν που τον εγκάλεσαν τίποτες δεν μετέχει (Σταυριν. 828
  • β) επεμβαίνω, ανακατώνομαι σε κ.:
  • καμία άλλη αυλή αν ουδέν εντέχεται να μετέξει εις την υπόθεσιν του ανδρογύνου (Ασσίζ. 12724· Βέλθ. 857).
  • 5) Έχω συγγένεια με κάπ.:
  • εμέτεχεν και ήτον ανεψίος του (Χρον. Μορ. H 3256).
  • ΙI. Μέσ.
  • 1) (Προκ. για άνοδο σε επισκοπικό θρόνο):
  • τον … Γερμανόν βουλόμεθα εις έτερον θρόνον μεθέξασθαι (Διάτ. Κυπρ. 5113).
  • 2) (Με την πρόθ. μετά και γεν. προσωπ. αντων.) ασχολούμαι με κάπ., μπλέκομαι με κάπ. (ερωτικά):
  • μετέχτηκα μιτά της (Κυπρ. ερωτ. 9022).
  • Φρ.
  • 1) Μετέχω αναψυχήν = ανακουφίζομαι, ησυχάζω:
  • (Διγ. Z 3747).
  • 2) Μετέχω βρώσεως = τρώω:
  • (Διγ. Z 1769).
  • 3) Μετέχω συγγένειαν μετά κάπ. = είμαι συγγενής κάπ.:
  • (Χρον. Μορ. P 4156).
  • 4) Μετέχω το φυσικόν = έχω τις ιδιότητες που μου έδωσε η φύση, «έχω από τη φύση μου»:
  • (Ιμπ. 826).
  • 5) Μετέχω ύπνου = κοιμούμαι:
  • (Διγ. Z 958). [αρχ. μετέχω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: