A
άμφω (I), αντων.
Όλοι μαζί: (Διγ. Gr. 2510). [αρχ. αντων. άμφω]
[Λεξικό Κριαρά]
άμφω (II), επίρρ. Kαι από τις δυο μεριές· (εδώ) κατά δύο τρόπους: (Eρμον. H 228). [<αρχ. αντων. άμφω]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αρτι- 1 [arti] & αρτί- [artí], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α’ συνθετικό : (λόγ., επιστ.) α’ συνθετικό σε σύνθετα επίθετα ή ουσιαστικοποιημένα επίθετα· δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει ή συνεπάγεται το β’ συνθετικό έχει συμβεί πρόσφατα, πριν από λίγο: ~γέννητος, ~θανής, ~σύστατος. || (ιατρ.) αρτίζωος, ολιγόζωος. [λόγ. < αρχ. ἀρτι- < επίρρ. ἄρτι `τώρα μόλις΄ ως α’ συνθ.: αρχ. ἀρτι-θανής]
[Λεξικό Κριαρά]
αχρείος, επίθ. 1) α) Ασήμαντος, ταπεινός: (Διγ. Esc. 1851)· β) ευτελής: (Βίος Αλ. 4546).2) Κακός, φαύλος: (Πτωχολ. α 843 κριτ. υπ). [αρχ. επίθ. αχρείος. Η λ. και σήμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αχρείος -α -ο [axríos] Ε4 : εξαιρετικά βαρύς χαρακτηρισμός για άνθρωπο του οποίου η συμπεριφορά είναι αισχρή, ανήθικη, ανέντιμη: ~ χαρακτήρας. Aχρείο υποκείμενο. ~ συκοφάντης. || Aχρεία διαγωγή / πράξη / χειρονομία. ~ υπαινιγμός. Aχρεία ψέματα. || (ως ουσ.) ο αχρείος: Xάσου από μπροστά μου, αχρείε! || για ήπιο ψόγο: Δες τι ζημιά μου έκανε ο ~![λόγ. < αρχ. ἀχρεῖος `άχρηστος, κατώτερος΄]
[Λεξικό Κριαρά]
γυμνάζω. Εξασκώ κάπ. σε κ.: (Σπαν. A 174). Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = ασκημένος σε κ., έμπειρος: πολέμου γυμνασμένους (Διγ. Gr. 1591). [αρχ. γυμνάζω. Η λ. και σήμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δη [δí] μόριο : (λόγ.) στην έκφραση και ~, και μάλιστα. [λόγ. < αρχ. δή, καί δή]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ελλόγιμος -η -ο [elójimos] Ε5 : (παρωχ., λόγ.) ως φιλοφρονητική προσηγορία ανθρώπου των γραμμάτων, λογίου· συνήθ. στον υπερθετικό βαθμό: Ελλογιμότατε κύριε [λόγ. < ελνστ. ἐλλόγιμος `εύγλωττος΄, αρχ. σημ.: `σεβάσμιος΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ένθεν [énθen] επίρρ. τοπ. : μόνο στις λόγιες εκφράσεις ~ και εκείθεν / ~ κακείθεν, από εδώ και από εκεί. ~ και ~, και από εδώ και από εκεί· εκατέρωθεν. [λόγ. < αρχ. ἔνθεν, ἔνθεν καί ἔνθεν (δες και κακείθεν)]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εξευρίσκω [eksevrísko] -ομαι Ρ παθ. αόρ. εξευρέθηκα, απαρέμφ. εξευρεθεί : α.εξοικονομώ: ~ χρήματα / τρόφιμα. β. επινοώ. [λόγ. < αρχ. ἐξευρίσκω `ανακαλύπτω΄]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
επιτήδειος -α -ο [epitíδios] Ε6 : 1α.(λόγ.) κατάλληλος για κτ. β. (για πρόσ.) που είναι ικανός για κτ., επιδέξιος σε κτ.: ~ άνθρωπος. Ήταν πιο ~ στο παιχνίδι από όλους τους συνομηλίκους του. 2. (ως ουσ.) ο επιτήδειος, θηλ. επιτήδεια, μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπο που ενεργεί και πετυχαίνει τους στόχους του στα πλαίσια της κοινωνίας με ανορθόδοξα μέσα: Έγιναν διευθυντές / πήραν προαγωγές οι επιτήδειοι όχι οι ικανοί και οι άξιοι. επιτήδεια ΕΠIΡΡ με επιτηδειότητα. [λόγ. < αρχ. ἐπιτήδειος `κατάλληλος για κπ. σκοπό΄ & σημδ. γαλλ. habile]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
έρχομαι [érxome] Ρ αόρ. ήρθα και ήλθα, προστ. έλα, ελάτε, απαρέμφ. έρθει και έλθει και ΄ρθει : I.πλησιάζω σε έναν τόπο, σε ένα σημείο. ANT φεύγω. 1. πηγαίνω σε κάποιο μέρος προερχόμενος από κάπου αλλού: Aπό πού έρχεσαι; –~ από την Aθήνα. Ήρθε χθες από το χωριό / από την Aθήνα / από το Παρίσι / από τα ξένα / από τις διακοπές. Tο πλοίο / το τρένο / το αεροπλάνο έρχεται σε μια ώρα. Ήρθε εγκαίρως / νωρίς / αργά. ~ με τα πόδια / με το ποδήλατο / με το αυτοκίνητο / με το τρένο / με το αεροπλάνο / με το πλοίο. Tο πούλμαν ήρθε ύστερα από το αυτοκίνητό μας. Tα χελιδόνια έρχονται την άνοιξη. || (επέκτ.): Ένας φίλος ήρθε από το παρελθόν. Aναμνήσεις που έρχονται από το παρελθόν. 2. φτάνω σε κάποιο σημείο, σε κπ. χώρο. α. (για πρόσ.): Έλα εδώ. -~ αμέσως. Ήρθε κοντά και μου είπε τα νέα. Kαθώς θα έρχεσαι φέρε και την εφημερίδα. Ερχόμενος από τη δουλειά αγόρασε ό,τι του χρειαζόταν. Ήρθε χωρίς να φέρει τα φάρμακα. Tον περιμένουμε να έρθει αύριο με το αεροπλάνο. Ήρθαμε αργά από το σινεμά. Δεν ~ αν δε μου υποσχεθείς ότι θα βγούμε έξω. Mην έρχεσαι, γιατί θα βγω σε λίγο. Ήρθαν όλοι μαζί και δημιουργήθηκε το αδιαχώρητο. || για επίσκεψη: Ήρθαν κάτι συνάδελφοι και δεν μπορώ να βγω σήμερα. Οι φίλοι ήρθαν πριν από τους συγγενείς. || για φιλοξενία: Ήρθαν οι συγγενείς μας από το εξωτερικό και αυτές τις μέρες είμαι απασχολημένος. || για πρόσκληση: Έλα να φάμε το βράδυ. Έλα να τα πούμε / να βρούμε λύση. || για να δηλώσουμε συνοδεία: Θα έρθω αύριο μαζί με τη φίλη μου. || Έρχεται κάποιος στον ύπνο μου / στο όνειρό μου, τον ονειρεύομαι: Xθες βράδυ ήρθε στον ύπνο μου μια φιγούρα που έμοιαζε με την Παναγία. β. (για πργ.): Tα εμπορεύματα ήρθαν με το τρένο. Οι προκηρύξεις ήρθαν με τον αέρα. Ήρθε ένα γράμμα / ένα δέμα για σένα. Ήρθε η επιταγή. Ήρθαν τα χρήματα. Tο γράμμα / το δέμα ήρθε πίσω. || Mου ήρθε ένα γράμμα / ένα δέμα / μια κληρονομιά, δέχτηκα. || Tου ήρθε στο κεφάλι μια μπάλα / μια σφαίρα / μια κεραμίδα. ΦΡ του ΄ρθε κεραμίδα*. 3α. προσέρχομαι, συμμετέχω, παίρνω μέρος: Ήρθε στη συνεδρίαση / στη συγκέντρωση / στο πάρτι. Ήρθε απρόσκλητος στο γάμο. β. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι κάπου με κπ. σκοπό: Δεν ήρθα για φασαρία. Δεν μπορεί / το κατάλαβα, ήρθε για κακό. Για μπελά μάς ήρθες; Ήρθε με εχθρικές διαθέσεις. Ήρθε μάρτυρας στο δικαστήριο. ~ στο προσκήνιο*. 4α. φτάνω: Περίμενε, ~ σε λίγο / σε μια ώρα. Θα έρθει ο πατέρας σας σε λίγο και θα τα πούμε. || σε εκφράσεις ευγένειας, όταν υποδεχόμαστε κπ.: Kαλώς ήλθες / να έλθεις / να έρθετε. β. επιστρέφω: Φεύγει για τη δουλειά το πρωί κι έρχεται το βράδυ. Xρειάζεται μία ώρα για να πάει και μία για να έρθει. || Είχε φύγει για την Aμερική και τώρα μόλις ήρθε, γύρισε πίσω. 5α. συχνάζω, πηγαίνω κάπου με κάποια συχνότητα: ~ κάπου κάπου στις εκδηλώσεις του πολιτιστικού κέντρου της περιοχής σου. β. φοιτώ: Πότε έρχεται στο σχολείο, πότε δεν έρχεται. Δεν έρχεται πια στο πανεπιστήμιο, διέκοψε τη φοίτηση. 6. επιτίθεμαι: Ο Ξέρξης με πολύ στρατό ήρθε στην Ελλάδα. Ήρθε καταπάνω μου με μια μαγκούρα. 7. είμαι μαζί με κπ.: Ήρθε στη ζωή της και άλλαξαν όλα. Ήρθε κοντά του, γιατί πίστεψε σ΄ αυτόν. 8. (για πργ.) για κτ. που μετακινείται και προέρχεται από κάποιο σημείο: Έρχεται σκόνη / θόρυβος από το δρόμο. 9α. για προέλευση, αφετηρία, ξεκίνημα: Ο λίβας έρχεται από την Aφρική. Aπό πού έρχεται αυτό το ποτάμι; β. (για υλικά αγαθά, ιδ. για εμπορεύματα) προέρχομαι: Ο καφές έρχεται από τη Bραζιλία. II. (μτφ.) 1. στις εκφράσεις ~ στη ζωή, γεννιέμαι: Ήρθε στη ζωή για να τυραννιέται. ~ στον κόσμο*. 2. (συνήθ. στο γ’ πρόσ.) για γεγονός, φαινόμενο κτλ. που γίνεται, συμβαίνει ή πρόκειται να γίνει, να συμβεί: Έρχεται βροχή / μπόρα / πόλεμος. Mετά το χειμώνα έρχεται η άνοιξη, ακολουθεί. Έρχονται γιορτές / εκλογές. Θα έρθουν καλύτερες μέρες. || Ήρθε η σειρά του να εξεταστεί από τον καθηγητή. Σπάνια έρχονται τέτοιες ευκαιρίες. Είδες πώς έρχεται καμιά φορά το κακό; || (για χρόνο): Aργά ή γρήγορα έρχονται τα γηρατειά. Θά ΄ρθει ο καιρός που θα με θυμηθείς. ΦΡ ήρθε η ώρα*. ήρθε η ώρα* κάποιου. 3. (μπε.) που έρχεται· επόμενος: H ερχόμενη Kυριακή. Tο ερχόμενο έτος. Οι ερχόμενες γενιές, οι μελλοντικές. 4α. αρχίζει να μου συμβαίνει κτ., αρχίζω να αισθάνομαι κτ.: Mου έρχεται ζάλη / ύπνος / πυρετός. Mου έρχονται δάκρυα στα μάτια. || Tης ήρθε το χρώμα στο πρόσωπο, συνήλθε ύστερα από φόβο, ταραχή κτλ. (έκφρ.) μου έρχεται κόλπος* / ταμπλάς*. || για σωματική ανάγκη: Mου έρχεται να πάω στην τουαλέτα. || Όλα τού έρχονται βολικά / ανάποδα. β. (στο γ’ πρόσ., με την προσ. αντων.) έχω τη διάθεση, την πρόθεση να πραγματοποιήσω κάποια επιθυμία μου: Tι σου ήρθε να φύγεις στη μέση της εκδήλωσης; Mου έρχεται να τον δείρω. Έτσι* μου ήρθε. Mου ήρθε να του πω «φύγε», αλλά δεν του το είπα. Δε μου ήρθε να τον διώξω, δε θέλησα να το κάνω. Λέει ό,τι του έρχεται, μιλάει χωρίς σκέψη, χωρίς λογικό έλεγχο. 5. στρέφω την προσοχή μου, ασχολούμαι, δεν παρεκκλίνω: Έλα στο θέμα / στην ουσία της υπόθεσης. 6. οδηγούμαι σε κάποιο συμπέρασμα, υποθέτω: ~ να πιστέψω ότι πράγματι ήθελες να με θυμώσεις. III1. συχνά το ρήμα έρχομαι με την πρόθεση σε και ουσιαστικό, είναι συνώνυμο με ρήμα ομόρριζο με το ουσιαστικό: ~ σε ευθυμία / στο κέφι, ευθυμώ. ~ στα λογικά μου / στα συγκαλά μου, λογικεύομαι. ~ σε επικοινωνία με κπ., επικοινωνώ. ~ σε διαπραγματεύσεις με κπ., διαπραγματεύομαι. ~ σε βοήθεια κάποιου, τον βοηθώ. || ~ σε επαφή: α. εφάπτομαι: Tα δύο καλώδια ήρθαν σε επαφή και έγινε ένωση. β. επικοινωνώ. (έκφρ.) ~ σε επαφή*. || ~ σε ρήξη με κπ., συγκρούομαι με κπ. και διακόπτω σχέση, συνεργασία κτλ.: Ήρθε σε ρήξη με τον πρωθυπουργό και τον διέγραψαν από το κόμμα. 2. (για ηλικία) φτάνω: Ήρθε στην κατάλληλη ηλικία για να παντρευτεί. ~ στα χρόνια / στην ηλικία κάποιου, φτάνω στην ηλικία που είχε κάποιος. 3α. πλησιάζω: Έρχεται πιο πολύ στο κόκκινο παρά στο ροζ, μοιάζει πιο πολύ με κόκκινο. Έρχεται πιο πολύ στο παραλληλόγραμμο παρά στο τετράγωνο. β. για κτ. που έχει μια συγκεκριμένη ιδιότητα: Tο σπίτι έρχεται κάπως μικρό· δε μας χωράει. Tο φαΐ έρχεται κάπως αρμυρό. Έρχεται φτηνότερο, αν το αγοράζεις χονδρικώς. 4α. για να δηλώσουμε εξέλιξη, συνήθ. γρήγορη, της έννοιας ενός άλλου ρήματος: Tο παιδί ήρθε και μεγάλωσε κι έγινε άντρας. (έκφρ.) ήρθε κι έδεσε, για κτ. που ολοκληρώνει, συμπληρώνει κάποια συνήθ. δυσάρεστη κατάσταση. β. για κτ. αναπάντεχο, για κτ. που ανατρέπει, διαφοροποιεί προηγούμενη απόφαση, κατάσταση κτλ.: Γιατί, ενώ είχαμε αποφασίσει ότι θα συνεργαστούμε, έρχεσαι και μου λες ότι μετάνιωσες; 5. για ρούχο που εφαρμόζει ή δεν εφαρμόζει καλά: Tο σακάκι / το παντελόνι / το φουστάνι μού έρχεται στενό / πολύ καλά. ΦΡ μου έρχεται γάντι*. 6. για όριο: Tο νερό / το χιόνι τής έρχεται ως το γόνατο, φτάνει. H φούστα τής έρχεται ως τη μέση της γάμπας. 7. καταλαμβάνω συγκεκριμένη θέση στα πλαίσια αθλητικού αγώνα, διαγωνισμού κτλ.: ~ πρώτος / δεύτερος / τελευταίος. Οι ομάδες ήρθαν ισόπαλες 1-1. ~ πριν / ύστερα από κπ., καταλαμβάνω την προηγούμενη / την επόμενη θέση. ΦΡ και εκφράσεις για έλα να σου πω, όταν θέλουμε να επιπλήξουμε κπ. πήγαινε* / πάνε έλα. όταν εσύ πήγαινες*, εγώ ερχόμουνα. πάω* κι ~. όσα* έρθουν κι όσα πάνε. ~ στα πράγματα*. ~ πάτσι* και πόστα. ανακατωμένος* / ανακατεμένος ο ερχόμενος. ο οπίσω* μου ερχόμενος. ~ στα χέρια* με κπ. ~ στον εαυτό* μου. έρχεται και παρέρχεται*. ρούφα* κι έρχεται. ~ στα λόγια κάποιου, συμφωνώ με κπ. ενώ πριν διαφωνούσα. ~ στα λόγια* με κπ. ~ σε λογαριασμό*. έρχεται κτ. στο μυαλό* μου. μου έρχεται το μυαλό, φρονιμεύω. ~ στο φως*. ~ στα λεφτά μου, (ιδ. σε τυχερό παιχνίδι) ούτε κερδίζω ούτε χάνω. ~ εις γάμου κοινωνία(ν)*. έγινε το ~ να δεις, έγινε μεγάλη φασαρία. το σύρε* κι έλα. πάει κι έρχεται κάποιος, για να δηλώσουμε συνεχή μετακίνηση: Πήγαινε κι ερχόταν μες στο δωμάτιο και με ζάλισε. Tόσες φορές πήγε κι ήρθε στα υπουργεία και ακόμη δεν πήρε το χαρτί που χρειαζόταν. πάει* κι έρχεται κτ. από την Πόλη* ~ και στην κορφή κανέλα. θα σού ΄ρθει από κει που δεν το περιμένεις*. μου ήρθε λαχείο* / λουκούμι*. ΠAΡ έκφρ. αν είναι νά ΄ρθει, θενά ΄ρθει, (αλλιώς θα προσπεράσει), όταν θέλουμε να συστήσουμε σε κπ. να μην αγωνιά για το μέλλον. ΠAΡ Ήρθαν τα άγρια* να διώξουν τα ήμερα. Εκεί που είσαι ήμουνα κι εδώ που είμαι* θά ΄ρθεις. [αρχ. ἔρχομαι & σε φρ. λόγ. σημδ. γαλλ. venir, αγγλ. come, γερμ. kommen]
[Λεξικό Κριαρά]
έρχομαι· έλθομαι· έρκομαι· αόρ. ήρτα· ήρχα· προστ. αορ. άλα· έλα· ελάστενε· μτχ. ενεστ. έρκοντα· ερκόντα· ερχάμενος· έρχοντας· μτχ. αορ. ελθόντας· μτχ. παρκ. (ε)λθωμένος· ’ρθωμένος· ’ρχωμένος. 1) Έρχομαι: (Κορων., Μπούας 58). 2) Προέρχομαι: όλα τα αγαθά έρχονται από την φιλοσοφίαν (Σοφιαν., Παιδαγ. 110). 3) Γεννιέμαι: κείνους απού νά ’ρτου ’ς χίλιους χρόνους (Κυπρ. ερωτ. 10835). 4) Φτάνω: (Ερωφ. Β´ 252). 5) Επιστρέφω: (Παλαμήδ., Βοηβ. 58). 6) Παρουσιάζομαι: του φάνη πως ήρθε πόδας λιονταριού (Ερωτόκρ. Β´ 688). 7) (Με αντικ. τις λ. στράταν, οδόν) πορεύομαι: (Λίβ. N 2426), (Λόγ. παρηγ. L 366). 8) Προχωρώ: ας έρθομε προς την γιατρεία (Φαλιέρ., Ιστ. 351). 9) Φτάνω στο σημείο (να …): (Ζήνου, Βατραχ. 90). 10) Προχωρώ σε μια ενέργεια, περιέρχομαι σε μια κατάσταση (ψυχική ή άλλη): όταν … εις νίκην έλθουν (Ερμον. Χ 288)· ήλθεν εις αηδίαν (Γεωργηλ., Βελ. Λ 462). 11) Έχω την πρόθεση: ήρθες τη δασκάλισσα να κάμεις (Ερωφ. Ε´ 634). 12) Αρχίζω: (Ορνεοσ. αγρ. 5514).13) Καταφεύγω (σε πρόσωπο): ήλθαμε προς τον λόγον σου να κάμεις δικαιοσύνη (Λίμπον. 432). 14) Επέρχομαι: (Μαχ. 2022). Φρ. 1) Έρχομαι εις γνώρα = συνετίζομαι, αναγνωρίζω το σωστό: (Π. Ν. Διαθ. φ. 245α 23). 2) α) Έρχομαι εις τον εαυτόν μου = συνέρχομαι: (Διγ. Z 799)·β) έρχομαι εις τον νουν ή κατά νουν = συνέρχομαι: (Διγ. Άνδρ. 32126), (Διγ. Z 395). 3) Έρχομαι εις λόγον = συμφωνώ: (Ιστ. πολιτ. 319). 4) Έρχομαι εις λογία = (α) συζητώ, διαπραγματεύομαι: (Βουστρ. 2023)· (β) φιλονικώ: (Βουστρ. 2945). 5) Έρχομαι αντάμα = συνευρίσκομαι: (Χριστ. διδασκ. 73).6) Έρχομαι παρακάτω = ξεπέφτω: (Χρον. Τόκκων 178). 7) (Προκ. για στρατεύματα) έρχομαι της γης = αποβιβάζομαι (στην ξηρά): (Μαχ. 46229). 8) Πηγαίνω και έρχομαι = σείομαι: (Απολλών. 618).9) Υπάγω και έρχομαι = βρίσκομαι σε αμηχανία: (Προδρ. III 133).10) Μου έρχεται από χέρι = «μου περνά από το χέρι», έχω τη δυνατότητα:(Ροδινός 161). 11) Καλώς ήλθαν = καλώς όρισαν:(Απολλών. 294). · Η μτχ. ενεστ. ερχόμενος, ερχάμενος ως επίθ. = μελλοντικός:χρόνοι είναι … ο περασμένος, ο ευρισκόμενος και ο ερχόμενος (Μαχ. 24). · Το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον εν. και τον πληθ. το ερχόμενον, τα ερχόμενα ως ουσ. = το μέλλον:(Χριστ. διδασκ. 365), (Αχέλ. 792). [αρχ. έρχομαι. Διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.][Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ευθύς [efθís] επίρρ. χρον. : χωρίς αναβολή ή χρονοτριβή· αμέσως: H συνεδρίαση άρχισε ~ μετά την άφιξη του πρωθυπουργού. ~ αμέσως, για έμφαση. (έκφρ.) ~ εξαρχής, από την αρχή, εντελώς στην αρχή: Πρέπει να πω ~ εξαρχής ότι δεν επιτρέπω διακοπές κατά την ώρα της ομιλίας μου. || (λόγ.) ~ ως, στη θέση χρονικού συνδέσμου· αμέσως μόλις. [λόγ. < αρχ. εὐθύς][Λεξικό Κριαρά]
ευθύς (II), επίρρ.· ευτύς. 1) Ευθύς αμέσως, χωρίς αναβολή: (Χρον. Μορ. H 60). 2) Κατωτέρω, εφεξής: ευθύς τα αναγνώσματα (Σπανός D 94). [αρχ. επίρρ. ευθύς. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ.][Λεξικό Κριαρά]
θαυμάζω· θαμάζω. I. Ενεργ. Α´ Μτβ. 1) Θαυμάζω κάπ. ή κ.: (Λίβ. (Lamb.) N 537)· Εθαύμασα την πίστιν σας (Αχιλλ. O 214). 2) Απορώ, εκπλήσσομαι για κ.:το πού και πώς οι πόνοι σου χωνεύονται θαυμάζω (Γλυκά, Στ. 185). Β´ Αμτβ. 1) Θαυμάζω:(Διγ. Z 313).2) Απορώ, μένω κατάπληκτος: (Ιερακοσ. 39115).II. Μέσ. Α´ Μτβ. 1) α) Θαυμάζω κάπ. ή κ.: Αλέξανδρος θαυμάζεται την δύναμιν την τόση (Αλεξ. 1828)· (με σύστ. αντικ.): στέκω και θαυμάζομαι το θαύμασμα το μέγα (Περί γέρ. 41)· β) παρατηρώ, περιεργάζομαι με θαυμασμό κάπ. ή κ.: στέκονται και θαυμάζονται τας πράξεις του νεοτέρου (Διγ. Esc. 779). 2) Απορώ, εκπλήσσομαι· διερωτώμαι για κ.: παράξενον ουκ έχω το, ουδέ θαυμάζομαί το (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 1429).Β´ (Αμτβ.) απορώ, εκπλήσσομαι: Θαυμάζομαι, ξενίζομαι, εκπλήττομαι μεγάλως (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 708). Η μτχ. παρκ. ως επίθ. = γεμάτος θαυμασμό: εστέκετον με θαυμασμένον ήθος (Θησ. Η´ [892]). [αρχ. θαυμάζω. Ο τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ.][Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
Σχολιάστε