παρά, πρόθ.· πάρα.
- I.Πρόθ.
- ΆΜε γεν.
- 1)Τοπ.
- α)(για δήλ. στάσης σε τόπο):
- § (Καλλίμ. 288)·
- β)κοντά σε:
- § Παρά σπιτιού ήβαλά τα (ενν. τα χοιρομέρια) (Στάθ. Β́ 187).
- α)(για δήλ. στάσης σε τόπο):
- 2)Από
- α)(για δήλ. αιτίας):
- § το ανδρόγυνον χωρίζεται παρά του θανάτου του ανδρός … (Ασσίζ. 12125)·
- β)(για δήλ. απαλλαγής):
- § ελεύτερος με το κείμενον παρά εκείνου του φόνου (Ασσίζ. 47517).
- α)(για δήλ. αιτίας):
- 3)Ενάντια σε κ.:
- ουδέν έν γέγονεν ποσώς παρά ‘ρισμού Κυρίου (Παρασπ., Βάρν. C 458).
- 1)Τοπ.
- Β́(Με δοτ., για δήλ. ποιητ. αιτ.) από:
- ίστατο … άντικρυς εξεπίτηδες του παρ’ εμοί οράσθαι (Διγ. Z 3097).
- Γ́Με αιτιατ.
- 1)Τοπ.
- α)δίπλα· μπροστά σε:
- § πίπτει παρά τους πόδας (Βέλθ. 495)·
- β)(μέσα) σε:
- § χρυσού μεγίστους θησαυρούς … ους έθεντο παρά την γην εμοί πρώτοι πατέρες (Βίος Αλ. 3700).
- α)δίπλα· μπροστά σε:
- 2)(Για δήλ. προέλ. με αιτιατ. προσώπου) από:
- ως ακούετον παρά πάντας … δεν ήτον καθάριος από την πορνείαν (Συναδ. φ. 32v).
- 3)(Για δήλ. εναντίωσης, αντίθεσης):
- (Ασσίζ. 7523, 24), (Ψευδο-Γεωργηλ., Άλ. Κων/π. 702).
- 4)(Για δήλ. χρονικής εναλλαγής):
- δίδου αλόην … παρά μίαν ημέραν (Ιερακοσ. 46731).
- 5)(Για να δηλωθεί το λιγότερο):
- Εκοιμήθη ο μέγας Κομνηνός ο κυρ Αλέξιος … βασιλεύσας έτη λγ́ παρά μήνας γ́ (Πανάρ. 644).
- 6)(Για δήλ. ποιητ. αιτ.):
- ταύτη γαρ η συγγενεία … παρά … τους Ρωμαίους αφ’ αίματος λέγεται (Ελλην. νόμ. 56629).
- 1)Τοπ.
- ΆΜε γεν.
- II. Σύνδ.
- ΆΣυγκρ.
- 1)(Εισάγει β́ όρο σύγκρισης έπειτα από επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού)
- α)(με αιτιατ.):
- § (Προδρ. I 238), (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 75)·
- § (με προηγ. το παρκάτω):
- επέσωσα εις τον τόπον σας και εθάρρουν πως δεν είμαι παρκάτω παρά τον δικόν μου (Μαχ. 53012)·
- § (ποσοτ., χρον.):
- απέρνα … διαβάζοντας καθημερινώς πλιο παρά πέντε χρόνους (Τριβ., Ρε 112· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 220r)·
- § (με παράλ. του επιθ. ή του επιρρ.):
- (Σαχλ., Αφήγ. 822), (Προδρ. I 91)·
- β)(με γεν.):
- § δύνασαι και άλλον λόγον κάλλιον παρ’ αυτού να είπεις (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. Ή [414])·
- § (με παράλ. του επιρρ.):
- η καρδία του δύναται παρά πάντων (Σπαν. A 70)·
- γ)(με βουλητική πρόταση):
- § καλλιά έχω την γυναίκα μου παρά να βασιλεύσω (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2011)·
- § (εδώ λόγω βραχυλογίας):
- εμνόξασίνε … εσάς καλύτερω βοσκώ παρά εκεινώ ν’ αφήσου (Πανώρ. Έ́ 154)·
- γ1)(με παράλ. του επιθ. ή του επιρρ.):
- Γαμβρούς … να βρεις να’χουν κορμιά ακέραια παρά να λείπουν αρετές (Δεφ., Λόγ. 540)·
- γ2) (με προηγ. το ειμή):
- δεν έχω μετά σε ειμή παρά να χάσω (Φαλιέρ., Ιστ. 594)·
- γ3) (με προηγ. το αλλιώς):
- θεά, πώς ημπορεί η χάρη σου να κάμει αλλιώς παρά τη σήμερο δίκια ν’ αποφασίσεις (Φορτουν. Ιντ. ά 105)·
- δ)(με αναφορ. πρόταση):
- § να με αγαπήσεις περισσότερα παρά οπού με αγάπας (Διγ. Άνδρ. 3594)·
- § η αυθεντία ουδέν ένι κρατημένη να δώσει πλείον τίποτες εκείνης της ζημίας, παρά όσον ένι άνωθεν λαλημένον (Ασσίζ. 19126)·
- ε) (με επίρρ., συν. το ποτέ· βλ. και έκφρ. παρά ποτέ):
- § Πλια παρά πρώτας τσ’ αγαπού (Πανώρ. Έ 297· Κυπρ. ερωτ. 9445)·
- στ)(με απαρέμφ.):
- § γλυκυτέρα γουν η μάχη … παρ’ ελθείν εις τας πατρίδας (Ερμον. Ι 44)·
- ζ) (πλεοναστικά με επόμ. την πρόθ. από):
- § πως το θέλεις πλιότερα παρ’ από με α σου (Πανώρ. Γ́ 396)·
- η)(με ονομ. ομοιόπτωτα):
- § καλλιά ‘ναι ο θάνατος παρά σκλαβιά (Ιντ. κρ. θεάτρ. Δ́ 87).
- α)(με αιτιατ.):
- 2)(Εισάγει β́ όρο σύγκρισης έπειτα από επίθ. ή επίρρ. θετ. βαθμού) περισσότερο από, καλύτερα από
- α)(με αιτιατ.):
- § άγριος παρά θηρίον (Χούμνου, Κοσμογ. 786)·
- § α1) (με τα επίθ. πας, άπας, όλος):
- (Απολλών. 185)·
- πολλήν υπεροχήν παρά τους πάντας έχεις (Βίος Αλ. 717)·
- στερεόν (ενν. άλογον) πολλά παρ’ όλα (Πτωχολ. α 444)·
- § α2) (με τις αντων. άλλος, κ(ι)ανένας, κ(ι)ανένας άλλος):
- (Ερωτόκρ. Β́ 15)·
- Κρήτη, που ήσουν ‘παινετή στα πλούτη παρά άλλη (Διακρούσ. 11221)·
- Τέκνο μου, … τόσα φρόνιμο παρά παιδί κιανένα! (Θυσ. 356)·
- ‘Σ κίνδυνον μέγαν και βαρύν παρά κανέναν άλλο (Διακρούσ. 897)·
- β)(με γεν.):
- § (Φυσιολ. (Zur.) XIIII1)·
- γ)(με αναφορ. πρόταση):
- § εφάνην τους όλους να πάρουν μέγαν σκοπόν, παρά ‘πού επαίρναν (Βουστρ. 9211)·
- δ) (με την πρόθ. από):
- § ήτον (ενν. ο πατριάρχης Κύριλλος) … σοφός παρά από όλους τους μαθηματικούς (Συναδ. φ. 55r)·
- ε)(με ονομ. ομοιόπτωτα):
- § πρώτον πρέπει να αγαπούνται οι καλοί παρά οι κακοί (Άνθ. χαρ. (κυπρ.) 76· Αιτωλ., Μύθ. 8818).
- α)(με αιτιατ.):
- 3)(Εισάγει β́ όρο σύγκρισης έπειτα από επίθ. υπερθ. βαθμού):
- άπαντας υποτάξας (ενν. ο Διγενής) φρικτότατος εδείκνυτο παρά τους απελάτας (Διγ. Z 4194).
- 4) (Με προηγ. χρον. επίρρ.· συν. το ομπρός· βλ. και εμπρός 2γ(β))
- α)(με ουσ. ή αντων.) πριν από κάπ. ή κ.:
- § (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 215v)·
- § πρώτας ήρθες παρά με (Ανέκδ. ιντ. κρ. θεάτρ. Ά 36)·
- β) (εισάγει χρον. πρόταση με προηγ. τα επιρρ. εμπρός, ομπρός, πρι(ν), πριχού, πρώτας, πρωτύτερα· βλ. και εμπρός 2γ(α)) προτού (να):
- § Εμπρός παρά να πλερωθούν οι ογδοήκοντα ημέρες, εγίνετον θανατικόν (Πόλ. Τρωάδ. 5394· 1867)·
- § μα θε να δω τη μάννα μου πρι παρά να κινήσω (Θυσ. 524· Σουμμ., Παστ. φίδ. Γ́ [683])·
- § πρώτας παρά ν’ αλλάξω (Πιστ. βοσκ. III 6, 77)·
- § επρόβλεπε τες ταραχές και τους χειμώνας πρωτύτερα παρά να έλθουσι (Χίκα, Μονωδ. 66· Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 51r).
- α)(με ουσ. ή αντων.) πριν από κάπ. ή κ.:
- 1)(Εισάγει β́ όρο σύγκρισης έπειτα από επίθ. ή επίρρ. συγκρ. βαθμού)
- Β́(Αντιθ. με προηγ. άρν.) αλλά:
- ο μισέρ Αντρίας δεν εκούριασεν, παρά πάγει εις του παλίου (Βουστρ. 19014· Πανώρ. Γ́ 104).
- ΆΣυγκρ.
- III. Επίρρ.
- 1)(Σε αποφατικές προτάσεις για δήλ. περιορισμού)
- α)αλλά μόνο, παρά μόνο:
- δεν είν’ η αγάπη κάτεχε παρά καλό περίσσο (Πανώρ. Β́ 354)·
- ένα ερημονήσι εις το οποίον δεν εκατοικούσαν παρά άγρια ζώα (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 420· Ασσίζ. 31630)·
- (με επόμ. βουλητική πρόταση):
- § (Ερωφ. Δ́ 15)·
- § Δεν έν παρά να γένει (Αλεξ. 265)·
- (με επόμ. αναφορ. πρόταση):
- § ουδέν παίρνει απέ τον καρπόν παρά όσον εντέχεται (Ασσίζ. 7728· 1565)·
- (πλεοναστικά με επόμ. ή προηγ. τα μόνο(ν), μοναχάς):
- § (Σεβήρ., Διαθ. 1893), (Πανώρ. Β́ 372)·
- § μηδ’ άλλο πράμα δύνεται να με παρηγορήσει παρά η θωριά σου μοναχάς (Ερωφ. Γ́ 83)·
- § να κατέχεις το πως δε θέλω μοναχάς παρά το πρόσωπό σου να το θωρώ (Πανώρ. Γ́ 593)·
- (επιτ. με προηγ. τα άλλος, άλλον τίποτας, κιανένας):
- § Άλλην ουκ έχω παρά σεν (Φαλιέρ., Ιστ. 476)·
- § δεν εφοβείτονε άλλον τίποτας παρά την αμαρτίαν (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 420· Ερωφ. Ά 530)·
- β)εκτός από:
- Αν πει κανένας κι άλλην παρά σέναν αγάπησα ποτέ … (Κυπρ. ερωτ. 2212)·
- (πλεοναστικά με προηγ. το επίρρ. έξω):
- § περί ποίων γραφών τών ουδέν εντέχουνται να ποίσουν δίκαιον έξω παρά η αυλή (Ασσίζ. 1318).
- α)αλλά μόνο, παρά μόνο:
- 2) (Επιτ. με επόμ. το επίρρ. πολλά) σε μεγάλο βαθμό, εξαιρετικά:
- έστεκεν (ενν. ο γενεράλες) ογιά τα Χανιά πάρα πολλά γνοιασμένος (Τζάνε, Κρ. πόλ. 15614).
- 1)(Σε αποφατικές προτάσεις για δήλ. περιορισμού)
- Εκφρ.
- 1) Παρ’ αξίαν= όπως δεν αξίζει, ανάξια:
- (Πτωχολ. α 361).
- 2) Παρά δαμίν= παραλίγο:
- (Ερμον. Μ 111).
- 3) Παρά διαβόλου, βλ. διάβολος 1ζ.
- 4) Παρ’ ελπίδα, βλ. ελπίς 1γ.
- 5) Παρά λόγου= χωρίς λόγο:
- (Χρον. Μορ. H 4175).
- 6) Παρ’ ολίγον, βλ. ολίγον Εκφρ. 8.
- 7) Παρ’ όνομα, βλ. όνομα Εκφρ. 3.
- 8) Παρά ποτέ= περισσότερο από ποτέ:
- (Ερωτόκρ. Δ́ 1368), (Θυσ. 420).
- 9) Παρά τα πάντα= πάνω απ’ όλα:
- (Μαχ. 64211).
- 10) Παρά το πρώτον= (?)περισσότερο από πριν:
- (Φυσιολ. (Legr.) 74).
- 11) Παρά της ώρας= αμέσως:
- (Καλλίμ. 2554).
- 12) Παρ’ ώραν= πρόωρα:
- (Καλλίμ. 1045).
[αρχ. πρόθ. παρά. Ο τ. και η λ. και σήμ.]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πηδάλιο το [piδálio] Ο40 : 1. το όργανο με το οποίο διευθύνεται σκάφος, αεροσκάφος κτλ.· (πρβ. τιμόνι): Tο ~ έπαθε βλάβη και το πλοίο έμεινε ακυβέρνητο. Στο ~ του πλοίου βρίσκεται ένας έμπειρος καπετάνιος. Tραβώντας το ~ το αεροπλάνο πήρε ύψος. 2. (μτφ.) διοίκηση, διακυβέρνηση, διεύθυνση: Kρατάει με επιτυχία το ~ της πολιτείας / της οικογένειάς του / της εταιρείας. Παίρνω το / κάθομαι στο ~, διευθύνω, κυβερνώ, διοικώ.
[λόγ. < αρχ. πηδάλιον `πλατύ κουπί που χρησίμευε για τιμόνι΄]
Σχολιάστε