ΧΡΗΣΙΜΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ ΓΙΑ ΤΗ ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

αγκαζέ [aŋgazé] Ε (άκλ.) : 1.δεσμευμένος, συνήθ. με συμφωνία: Tο ταξί είναι ~. Tο κέντρο είναι ~ ως το τέλος της σεζόν. || (παρωχ.): H πολυθρόνα δίπλα μου είναι ~, πιασμένη· κατειλημμένη. 2. (ως επίρρ.) με το βραχίονα περασμένο στο βραχίονα του συνοδού· αλαμπρατσέτα: Tους είδα να περπατούν ~. M΄ έπιασε ~.

[λόγ. < γαλλ. engagé `δεσμευμένος΄]

[Λεξικό Γεωργακά]

αγκαζέ1 [aŋgazé] adj indecl

  • engaged, taken (syn δεσμευμένος, πιασμένος, L κατειλημμένος):
    • η θέση είναι ~ |
    • το μπιλιάρδο είναι ~ |
    • είμαι ~ για δείπνο αύριο
  • ⓐ hired:
    • το ταξί είναι ~

[fr Fr engagé ‘committed, promised, engaged’]

[Λεξικό Γεωργακά]

αγκαζέ2 [aŋgazé] adv

  • arm in arm (syn αλαμπράτσα, μπράτσο μπράτσο):
    • περπατούσαν ~, φύγανε ~ |
    • την έπιασα ~ I linked arms w. her |
    • κορίτσια… πηγαινόρχονται πιασμένα ~ (Terzakis) |
    • την έπαιρνε αυτός ~ (Kitsop).

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

επωμίδα η [epomíδa] Ο26 : η ορθογώνια λωρίδα που προσαρμόζεται εξωτερικά στον ώμο του ρούχου: Mπουφάν / πουκάμισο με επωμίδες. || (συνήθ. στρατ.) οι επωμίδες στις οποίες στερεώνονται τα διακριτικά του βαθμού των αξιωματικών και υπαξιωματικών.

[λόγ. < αρχ. πωμίς, αιτ. -ίδα `μπρετέλα γυναικείου χιτώνα΄ & σημδ. γαλλ. épaulette]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

μπομπάρδα η [bombárδa] Ο25α : 1α. είδος παλαιού κανονιού που εκτόξευε μεγάλα βλήματα, συνήθ. πέτρινα. β. είδος παλαιού πολεμικού ιστιοφόρου. 2. είδος μουσικού οργάνου.

[μσν. μπομπάρδα < ιταλ. bombarda]

[Λεξικό Κριαρά]

μπομπάρδα η· βομβάρδα· βουμπάρδα· μπουμπάρδα· μπουπάρδα· πομπάρδα· πουμπάρδα· πουμπάρτα· πουπάρδα.

— Βλ. και λομπάρδα.

  • α)Είδος τηλεβόλου:
    • των μεγίστων βουμπάρδων αι πέτραι τον … πύργον … θέλουν χαλάσειν (Καναν. 101
    • μπουμπάρδες των κατέργων (Αχέλ. 2453
  • β)(συνεκδ.) προκ. για τη βολή ή το βλήμα του όπλου:
    • εσύραν από την Αμόχουστον μίαν πουμπάρδαν και επήρεν το μερίν του Καζισέστα (Μαχ. 62023).

[<ιταλ. bombarda. Ο τ. βου‑ στο Du Cange. Τ. ‑μβ‑ στο Meursius. Ο τ. μπου‑ στο Βλάχ. Ο τ. που‑ (<προβ. boumbarda) στο Du Cange, ό.π. και σήμ. κυπρ. Η λ. στο Du Cange, ό.π. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

τριζάτος -η -ο [trizátos] Ε3 : α. που τρίζει. β. (μτφ., οικ.) καινούριος: Tριζάτα παπούτσια. || (επέκτ.) για άνθρωπο που είναι ντυμένος με καινούρια ρούχα, που η εμφάνισή του είναι πολύ φροντισμένη: Εμφανίστηκε ~ στην εκδήλωση.

[τρίζ(ω) -άτος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

άλμπουρο το [álburo] & άρμπουρο το [árburo] Ο41 : (ναυτ.) κατάρτι.

[βεν. alboro, arboro με τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [b] και του [r] ]

[Λεξικό Γεωργακά]

άλμπουρο s. άρμπουρο.

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

λαντό το [landó] Ο (άκλ.) : τύπος κλειστής επιβατικής άμαξας με τέσσερις τροχούς, που την έσερναν δύο άλογα.

[λόγ. < γαλλ. landau < γερμ. τοπων. Landau]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

περιστύλιο το [peristílio] Ο40 : (αρχιτ.) σειρά κιόνων γύρω από οικοδόμημα (ή αυλή), που σχηματίζει στοά, καθώς και ο χώρος τον οποίο στεγάζει αυτή η στοά.

[λόγ. < ελνστ. περιστύλιον]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

πομάδα η [pomáδa] Ο26 : (παρωχ.) αλοιφή, κρέμα (κυρ. προσώπου) με φαρμακευτικές και ιδίως καλλυντικές ιδιότητες.

[βεν. pomada]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

τρίκοχο το [tríkoxo] Ο41 : είδος πηλικίου χωρίς γείσο, που καταλήγει σε τρεις αιχμηρές προεξοχές.

[λόγ. τρι- 1 + κόχ(η)1 -ο μτφρδ. γαλλ. *tricanton, δες στο τρικαντό]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]

χάμουρα τα [xámura] Ο41 : (λαϊκότρ.) η σαγή του αλόγου και κυρίως τα ηνία: Άσπρα φαριά με κατάχρυσα ~.

[ρουμ. hamuri, πληθ. του ham που θεωρήθηκε ουδ. εν. και τροπή σε πληθ.]

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Αρέσει σε %d bloggers: