της Νερίνας Πάρη
Ο κόσμος είναι η Ελλάδα που διαστέλλεται. Η Ελλάδα είναι ο κόσμος που συστέλλεται.
~Βίκτωρ Ουγκώ~
Χαζεύω τα κανάλια στην τηλεόραση με το mute πατημένο και νομίζω πως όλα παίζουν την ίδια ταινία- πολιτικοί, δημοσιογράφοι ,καναλάρχες, άσχετοι, σχετικοί, όλοι μαζί πιασμένοι χέρι χέρι σ’ έναν χορό του παραλόγου! Όλοι κάτι θέλουν να πουν, να επισημάνουν, να υποδείξουν, να διαγράψουν, να υπογραμμίσουν. Όλοι γνώστες του αντικειμένου, της Ιστορίας, της Πολιτικής, προσπαθούν να βρουν μόνοι τους μια
λύση στο αδιέξοδο που οι ίδιοι έφτασαν οδηγώντας με ιλιγγιώδη ταχύτητα και
σπασμένα τα φρένα. Ο Έλληνας πάντα γνωρίζει τα πάντα : είναι δάσκαλος, γιατρός,
δικηγόρος, καλλιτέχνης, πολιτικός..
Κι όμως, ο Έλληνας κάποτε ήταν όλα αυτά. Κι αν δεν ήταν προσπαθούσε να γίνει, να μάθει όσα έχει η φύση και η εμπειρία να του διδάξει. Κι αυτός ο Έλληνας έφτιαξε μια Ελλάδα γεμάτη φως, έναν πολιτισμό γνήσιο κι αυθεντικό που έμελλε να γίνει η απαρχή των υπολοίπων .Όλες οι τέχνες και τα γράμματα ξεκίνησαν από αυτόν τον Έλληνα.
Ο Ουγκώ θέλησε με τα λόγια του να δώσει στην Ελλάδα την αξία που της πρέπει. Ο πολιτισμός της αρχαίας Ελλάδας άνθισε, έβγαλε μπουμπούκια και σκορπίστηκε με τον άνεμο σε όλο τον κόσμο. Έδωσε τις βάσεις στις επιστήμες, έχτισε τα θεμέλια για την πρόοδο και για όσα θαυμαστά ακολούθησαν. Παράλληλα όμως, η Ελλάδα αντί να συνεχίσει να ανθίζει, να μας δίνει νέους καρπούς, μέσα της μίκραινε. Έτρωγε τα παιδιά της, φθονούσε τους τολμηρούς, καταπίεζε τους έξυπνους, έδιωχνε τους σπουδαίους για να τους ζητήσει και πάλι πίσω, και πάλι απ’ την αρχή. Γεννούσε το θαύμα και μετά σα να φοβόταν από την λάμψη του, προσπαθούσε να το κατασπαράξει. Κι αν το κατάφερνε, έκλαιγε με λυγμούς και ζητούσε να το αναστήσει.
Και ποια είναι αυτή η αχάριστη και αλλοπρόσαλλη Ελλάδα; Μήπως δεν είναι κάθε Έλληνας ξεχωριστά κι όλοι εμείς μαζί; Κι εσύ που διαβάζεις τώρα αυτές τις γραμμές, συμφωνείς με όσα γράφω, αλλά μήπως έχεις βολευτεί στον καναπέ σου και στην οθόνη του υπολογιστή σου; Κρίνεις όσους μας διοικούν, μα εσύ τους διάλεξες. Και τώρα αντί να κάνεις κάτι, τους βρίζεις με το τηλεκοντρόλ στο χέρι κι αλλάζεις κανάλι, όπως κάνω κι εγώ τόση ώρα.
Κλείνω την τηλεόραση. Αρνούμαι να γίνω για άλλη μια φορά κομπάρσος στην ταινία της χώρας μου. Το ξημέρωμα θα με βρει κάπου αλλού, κάπου όπου θα μπορεί να ακούγεται η φωνή μου, η φωνή μας, η φωνή της Ελλάδας. Εσύ, θα καθίσεις κι άλλο;
Σχολιάστε