Της Πολίτου Μαρούλας, Φιλολόγου Α.Π.Θ.
Μια ταινία (2000) που έχω δει επιλεκτικά πραγματικά πολλές φορές σε επανάληψη. Κατάλληλη για γονιούς, δασκάλους, εκπαιδευτικούς, και όλους τους υπολοίπους, τουλάχιστον αυτούς που κάνουν όνειρα, που ζουν μέσα σε κάποιο κοινωνικό σύνολο.
«Με σκοπό να κάνει τον κόσμο καλύτερο, ο μικρός Τρέιβορ βάζει σε εφαρμογή ένα σχέδιο: ο καθένας μας να βοηθήσει τρεις ανθρώπους χωρίς αντάλλαγμα και μετά εκείνοι με την σειρά τους, να κάνουν το ίδιο.»
Το info της ταινίας πολύ απλό, μια υπόθεση προσιτή, ένα σενάριο με καλές προθέσεις, και δελεαστικό για το ευκολο-χώνευτο της πρόσληψης. Στην πραγματικότητα, θα έλεγα ό,τι όσοι ασχολήθηκαν με τη συγκεκριμένη ταινία, ίσως ήταν γκούρου στο είδος τους. Μια τοποθέτηση απλή, την κατέταξαν πολυεπίπεδα. Δεν ξέρω για το αν η ταινία μιλάει περισσότερο για τα παιδικά όνειρα, ή για το συναισθηματικό, λεκτικό ή σωματικό bullying, είτε για την σχέση γονιού – παιδιού, είτε για την προσωπική ζωή του γονιού, είτε για την σχέση δασκάλου – μαθητή, είτε για την σχέση ατόμου – κοινωνίας, ή για την σχέση ατόμου με άτομο, ή για την υπερπροσπάθεια του γονιού να μεγαλώσει ένα παιδί, ή για το ιδιωτικό και το δημόσιο, ή για το επιστρέφειν της κοινωνίας, ή για την ψυχολογία της μάζας, ή για την αλλαγή, ή για τα στερεότυπα ή για την αγάπη ή για πολλά άλλα. Και σε όλα αυτά δίνει τον ίδιο χώρο, γίνονται όλα το ίδιο αντιληπτά, χωρίς να κουράζει, χωρίς να χάνεσαι, και χωρίς να εκμεταλλεύεται εκβιαστικά τον συναισθηματικό παράγοντα ώστε να συναινέσεις σε όσα σου έχει δώσει στο πιάτο.
Δεν θα συνιστούσα να την δούνε παιδιά ή έφηβοι. Όχι, για λόγους βιαιότητας ή ειδεχθούς περιεχομένου. Κάθε άλλο, η ταινία σέβεται το κοινό της. Και αν συνυπολογίσει κανείς τις σαβούρες που βλέπουν τα παιδιά μας με την συναίνεση μας, θα έλεγα ας την δουν τελικά. Αλλά είναι ριψοκίνδυνο. Τους δημιουργείς προσδοκίες και όνειρα, πάτημα για οράματα που καμιά φορά δεν υπάρχει ο χρόνος να υποστηρίξεις λεκτικά ή πρακτικά• και με το να υποστηρίξεις, εννοώ να θέσεις από πριν τις βάσεις (όχι τις συνειδητές, αλλά αυτές που λειτουργούν στο υποσυνείδητο και αποτελούν την αυτοάμυνα σε καταστάσεις που απαιτούν εγρήγορση), να δημιουργήσεις ένα προστατευτικό κάλυμμα γύρω από το υπερμέγεθες τραμπολίνο που θα τους ρίξεις. Τους γειώνεις σε πραγματικότητες που δεν είναι σε θέση να αντιληφθούν και να επεξεργαστούν. Τους θέτεις από μικρούς σε μια αυτοκριτική, την οποία σε αναγκάζει η ταινία να κάνεις. Και ίσως να αποκτήσουν ευθύνες που δεν τους αναλογούν. Και όλα αυτά δεν είναι υπερπροστατευτισμοί. Άλλωστε η ίδια η ταινία, κάνει διάφορα τέτοιου είδους αυτοαναφορικά σχόλια, για το τι τελικά είμαστε έτοιμοι να δώσουμε στα παιδιά μας, κορν φλέικς ή ένα βιολογικό φιλέτο λαιμού. Μάλλον κατάλληλο, για όσα παιδιά έχουν τελειώσει την δευτεροβάθμια, και έχουν να αντιμετωπίσουν την πραγματική ζωή είτε μέσα στην φωλιά των γονιών τους, είτε πλέον ζώντας ανεξάρτητα αναλαμβάνοντας να συντηρήσουν ένα σπίτι. Είναι μια καλή εύπεπτη αρχή για ανασυγκρότηση του πως αντιλαμβάνονται την ζωή τους.
Οι συμβολιστικοί άξονες βρίθουν• όπως όταν το παιδί οδηγεί το ποδήλατο (παγκοσμίως σύμβολο χειραφέτησης) οδεύοντας φαινομενικά προς το αεροδρόμιο, με το πλάνο να έχει αριστερά τα παρκαρισμένα αεροπλάνα και δεξιά λόγω ύψους της λήψης το απόλυτο γαλάζιο της ονειροπόλησης. Σε συνδυασμό με την πρόσφατη ρητορική του διδάσκοντος για την πρώτη μέρα στο σχολείο, για το τι σκοπεύουν να υιοθετήσουν ως στάση για όλη υπόλοιπη σχολική ζωή τους, για το μέλλον και την θέση του νέου ατόμου στο μελλοντικό κοινωνικό γίγνεσθαι, απλά και συνειρμικά καταλήγεις στο προφανές ότι αυτό το παιδί θα ανοίξει τα φτερά του να πετάξει στον κόσμο και να τον κυριεύσει. Η λήψη εμπαίζει τον τηλεθεατή. Ο φακός γελά σε βάρος μας. Ενώ, μόλις μια υπεροπτικά αισιόδοξη ανάσα βγαίνει από μέσα μας, η ίδια που αφορά και το μέλλον το παιδιών μας, γροθιά στο στομάχι η ίδια μας η υπεροψία, που το σενάριο αυτό και η σκηνοθεσία έχουν φανεί καλύτερες από τις στερεότυπες σκέψεις μας, οι οποίες πηγάζουν και από το μαγικό μέσο της μεγάλης οθόνης. Ο μικρός πρωταγωνιστής, στην πραγματικότητα οδηγείται αυτοβούλως και σκόπιμα στον σκουπιδότοπο, δίπλα από τα μεγάλα αεροπλάνα, όπου πλήθος αστέγων τρώνε μέσα από τα σκουπίδια. Το όνειρό του είναι μεγαλύτερο από τα δικά μας φτωχά όνειρα. Είμαστε πολύ φτωχοί σε όνειρα και προσδοκίες και αδαείς εν τέλει για να ταυτιστούμε μαζί του. Ελπίζουμε, παράλληλα την στιγμή που νιώθουμε το στομάχι μας να γίνεται ένα με την πλάτη μας, την ταύτιση να την ζήσουμε με τα παιδιά μας. Η τεχνητή αφέλεια του μικρού, η τεράστια συναισθηματική νοημοσύνη, και ο διαφορετικός τρόπος, η κάθε λήψη, τα μικρο-νοήματα και τα μακρο-νοήματα, όλα τίθενται υπό συζήτηση και ανασκόπηση.
Αυτή η ταινία με έκανε σίγουρα να σκεφτώ γιατί ένας άνθρωπος ιδιαίτερος μπορεί να φαίνεται ιδιότροπος. Αυτός ο άνθρωπος μπορεί να βλέπει κάτι παραπάνω, ίσως είναι πιο ευφυής ή συναισθηματικά έτοιμος, να δεχτεί αυτό που έχει η κοινωνία να του δώσει. Δεν αρκείται στην πραγματικότητα. Δεν δέχεται τους ανθρώπους που τον διαψεύδουν. Όχι, γιατί είναι εγωιστής. Αλλά γιατί βλέπει σε αυτούς κάτι παραπάνω. Θυμώνει και εξοργίζεται, γιατί ξέρει πως οι άνθρωποι μπορούν. Βλέπει ότι υπάρχει η δυνατότητα του καλύτερου, ακόμη και μέσα στο χειρότερο. Ζυγιάζει με ακρίβεια τις επιλογές του, για να δώσει το καλύτερο του εαυτού του. Και νιώθει αμήχανος όταν βρίσκεται έξω από τα νερά του, γιατί δεν δέχεται να διαψεύσει τους άλλους. Αντιδρά στην αδικία και ενοχλεί την μάζα. Γιατί είναι βολικό να μην υπάρχει κάποια ανατροπή στην κανονικότητά μας. Είναι βολικό να μην ξεσηκωνόμαστε και να μην διορθώνουμε τα προβλήματά μας. Είναι βολικό να βλέπουμε τον εαυτό μας μόνο με προέκταση στο επόμενο στενό του δρόμου. Είναι βολικό να βλέπουμε να διαγράφονται ανθρώπινες ζωές χωρίς να κάνουμε τίποτα. Είναι βολικό να λέμε ψέματα σε μας και στους άλλους. Δεν είναι, όμως, εύκολο να αποδεχτούμε κάποιον που τα αναγνωρίζει ως συμπτώματα αυτά, τα παραδέχεται και τα ομολογεί. Και αυτό τον ιδιαίτερο – ιδιότροπο άνθρωπο τον βλέπουμε σε κάθε περσόνα της ταινίας, από τον μικρό ήρωα, στον κο. Σιμονέτ, στην μητέρα, στον ναρκομανή άστεγο, στον άντρα που ψάχνει το πώς ξεκίνησε να διαμοιράζεται το καλό.
Το καλό είναι αυτό που το δίνεις απλόχερα. Δεν αξίζει να σκεφτείς καν γιατί να το δώσεις. Το δίνεις χωρίς αντάλλαγμα. Και όταν η ευγνωμοσύνη, σπάνια στις μέρες μας, έρχεται ρητά, η ταινία δίνει μια πολύ ωραία απάντηση: ΑΝΤΑΠΟΔΩΣΕ ΤΟ! Το καλό που έλαβες, κάντο σε κάποιον που πραγματικά θα χρειαστεί μία χείρα βοηθείας. Κάντο, όχι για να το κάνεις, ούτε για τον εαυτό σου. Ο δικός μας λαός, λέει «ρίξ’ το στο γιαλό». Μάλλον κάτι τέτοιο… Δεν μπορώ να μην ομολογήσω, πως αυτό το καλό που διαμοιράζεται είναι δύσκολο, είναι επώδυνο, είναι μη αναγνωρίσιμο, είναι κατακριτέο, ενοχλεί και είναι σκληρό. Και σε κάνει πάντα να σκέφτεσαι, όταν είσαι ο αποδέκτης του «γιατί το έκανε;/ αποσκοπούσε κάπου». Μόνο εκ των μακρών υστέρων, μπορεί να καταλάβεις ότι αποσκοπούσε σε κάτι καλύτερο, αυτό το καλύτερο για το οποίο είμαστε φτιαγμένοι να ζούμε. Το τέλος της ταινίας ακόμη πιο ανατρεπτικό, από το προφανές ανατρεπτικό, στο οποίο νομίζουμε ότι θα καταλήξει: 1. Μαμάδες, αγαπάτε τα παιδιά σας και αφήστε τα ελεύθερα να σας αγαπήσουν και αυτά, 2. Αγαπήστε τους εαυτούς σας, 3. Εμείς και τα παιδιά (δικά μας και των άλλων), ο καθένας μας ξεχωριστά κάνει το δικό του πέταγμα της πεταλούδας, το τσουνάμι αλλαγών, ας είναι για το καλύτερο. 4. Ο καθένας μας αφήνει το στίγμα του στον κόσμο, είμαστε ιστορικότητες, ας είναι ηρωικό. Ένα τέλος, με τέσσερις διαφορετικές βαθμίδες ολοκλήρωσης, η τελευταία βαθμίδα επίσης γροθιά στο στομάχι. Μια ρομαντική κομεντί που έχει απεριόριστα να πει, λέει άλλα και διδάσκει ακόμα περισσότερα.
Σχολιάστε