[Λεξικό Τριανταφυλλίδη] αγκαζέ [aŋgazé] Ε (άκλ.) : 1.δεσμευμένος, συνήθ. με συμφωνία: Tο ταξί είναι ~. Tο κέντρο είναι ~ ως … Περισσότερα
ψυχαγωγικό site
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη] αγκαζέ [aŋgazé] Ε (άκλ.) : 1.δεσμευμένος, συνήθ. με συμφωνία: Tο ταξί είναι ~. Tο κέντρο είναι ~ ως … Περισσότερα