του Μ. Χρυσανθόπουλου
Tο αρχαίο ελληνικό ρήμα ἑρμηνεύειν (Ερμής), που σημαίνει «λέω», «εξηγώ» ή «μεταφράζω», και το ουσιαστικό ἑρμηνεία, «εξήγηση» ή «αποσαφήνιση», χαρτογραφούν το σημασιολογικό πεδίο που θα αποκτούσε αργότερα η ερμηνευτική: απόπειρα να κατανοήσει κανείς το σκοτεινό ή ξένο, η μετάφραση του ανοικείου σε μορφή κατανοητή. Η ερμηνευτική σχετίζεται με τη διαμεσολάβηση της κατανόησης και, γι’ αυτό, η «τέχνη της ερμηνείας» είχε και έχει ως αντικείμενο τα ασαφή νοήματα. Συνδέθηκε με γενικότερα φιλοσοφικά ζητήματα, ιδίως στον χώρο της οντολογίας, δίνοντας έμφαση στην κατανόηση ως βασικό προσανατολισμό της ύπαρξής μας εντός του κόσμου. Ζητήματα που θα εξεταστούν: Η ερμηνευτική του διαφωτισμού, η Ρομαντική ερμηνευτική, η ερμηνευτική του Schleiermacher, η οντολογική ερμηνευτική (Hans-Georg Gadamer και η αποκατάσταση της «προκατάληψης»), η συμβολή του Freud και της ψυχαναλυτικής θεωρίας, ο Paul Ricoeur και η σχέση φαινομενολογίας και ερμηνευτικής, ο δομισμός, ο μεταδομισμός και ερμηνευτική.
Σχολιάστε